- ἐπολβίζω
- ἐπολβίζωcall happypres subj act 1st sgἐπολβίζωcall happypres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επολβίζω — ἐπολβίζω (AM) μακαρίζω, καλοτυχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ολβίζω «κρίνω ευτυχή» (< όλβος «ευτυχία, αφθονία, πλουτος»)] … Dictionary of Greek
ἐπολβίζουσιν — ἐπολβίζω call happy pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπολβίζω call happy pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπολβίζων — ἐπολβίζω call happy pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)